ήσυχος

ήσυχος
η , ο [ος , ον ]
1) спокойный; тихий; мирный; безмятежный; η θάλασσα είναι -η море спокойно;

περνώ ήσυχη ζωή — вести тихую жизнь;

2) спокойный, сдержанный; тихий, кроткий, мягкий (о человеке);
3) спокойный, тихий, нешумный; безлюдный;

§ έχω ήσυχο το κεφάλι μου — ни о чём не задумываться, не беспокоиться; — ни над чем не ломать себе голову;

μείνε ήσυχ, όλα θα κανονισθούν — будь спокоен, всё уладится


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ήσυχος" в других словарях:

  • ἥσυχος — quiet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. ήρεμος: Ήσυχη βραδιά. – Ήσυχη θάλασσα. – Ήσυχη συνείδηση. 2. μέρος όπου δεν υπάρχουν θόρυβοι ή άλλες ενοχλήσεις: Ήσυχο σπίτι. – Ήσυχη γειτονιά. 3. ο απαλλαγμένος από φροντίδες και στενοχώριες: Ήσυχη ζωή. 4. αυτός που δεν ενοχλεί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχώτερον — ἥσυχος quiet masc acc comp sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἥσυχος quiet adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτερον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχώτατον — ἥσυχος quiet masc acc superl sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσύχως — ἥσυχος quiet adverbial ἥσυχος quiet masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥσυχον — ἥσυχος quiet masc/fem acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαιτέρου — ἥσυχος quiet masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατα — ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»